κτήνος
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
Greek Monolingual
και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)
ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῡς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν.
β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν ἐς πανδοχεῑον», ΚΔ)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) υβριστ. άνθρωπος χωρίς κανένα ευγενές κίνητρο, βάναυσος, αγροίκος, σκληρός, κακοήθης, απάνθρωπος
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. τὰ κτήνη, -εα
αγέλες, κοπάδια ζώων («κτήνεά τε γὰρ τά θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη- (πρβλ. ἐ-κτή-θην παθ. αόρ. του κτῶμαι) + επίθημα -νος (πρβλ. δά-νος, τέμε-νος)].