λιθογραφία
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
Greek Monolingual
η
1. η τέχνη της εκτύπωσης εικόνων ή κειμένων που έχουν προηγουμένως σχεδιαστεί με λιπαρή ουσία στην επιφάνεια ασβεστολιθικής πλάκας
2. το λιθογράφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lithographie < lith(o)- (βλ. λιθο-) + -graphie (< -γραφία < -γράφος < -γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1817, στον Φιλολογικό Τηλέγραφο, φιλολογικό παράρτημα της εφημερίδας Ελληνικός Τηλέγραφος]].