καταπειθής

From LSJ
Revision as of 13:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπειθής Medium diacritics: καταπειθής Low diacritics: καταπειθής Capitals: ΚΑΤΑΠΕΙΘΗΣ
Transliteration A: katapeithḗs Transliteration B: katapeithēs Transliteration C: katapeithis Beta Code: katapeiqh/s

English (LSJ)

ές, A obedient, τινι Ph.2.118, J.AJ2.4.2, al., Plu.2.5c.

German (Pape)

[Seite 1368] ές, gehorsam, Plut. ed. lib. 7 Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταπειθής: -ές, εὐπειθής, ὑπήκοος, πειθήνιος, τινὶ Φίλων 2. 118, Πλούτ. 2. 5C· καταπειθῆ τοῦ λαβεῖν Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
docile.
Étymologie: καταπείθω.

Greek Monolingual

καταπειθής, -ες (Α)
ευπειθής, πειθήνιος, υπάκουος, πρόθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πειθής (< πείθομαι), πρβλ. επι-πειθής, ευ-πειθής].

Russian (Dvoretsky)

καταπειθής: послушный, покорный (τινι Plat.).