κλάδα

From LSJ
Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλάδα Medium diacritics: κλάδα Low diacritics: κλάδα Capitals: ΚΛΑΔΑ
Transliteration A: kláda Transliteration B: klada Transliteration C: klada Beta Code: kla/da

English (LSJ)

κλάδας, metapl. acc. sg. and pl. of κλάδος (q.v.):—but κλᾷδα, κλᾷδας, Aeol. and Dor. acc. sg. and pl. of κλείς.

German (Pape)

[Seite 1445] u. κλάδας, accus. zu κλάδος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κλάδα: κλάδας, αἰτ. κατὰ μεταπλ. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ κλάδος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

η
1. μεγάλος κλάδος
2. ύφασμα με σχήματα κλάδων, βλαστών ή ανθέων
3. κλάδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδί + μεγεθ. κατάλ. -α, πρβλ. κεφάλ-α, χέρ-α].

Russian (Dvoretsky)

κλάδα: Anth. acc. sing. к κλάδος.