κλάδα
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
κλάδας, metapl. acc. sg. and pl. of κλάδος (q.v.):—but κλᾷδα, κλᾷδας, Aeol. and Dor. acc. sg. and pl. of κλείς.
German (Pape)
[Seite 1445] u. κλάδας, accus. zu κλάδος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κλάδα: κλάδας, αἰτ. κατὰ μεταπλ. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ κλάδος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
η
1. μεγάλος κλάδος
2. ύφασμα με σχήματα κλάδων, βλαστών ή ανθέων
3. κλάδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδί + μεγεθ. κατάλ. -α, πρβλ. κεφάλ-α, χέρ-α].
Russian (Dvoretsky)
κλάδα: Anth. acc. sing. к κλάδος.