πεντάκλινος

From LSJ
Revision as of 17:30, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάκλῑνος Medium diacritics: πεντάκλινος Low diacritics: πεντάκλινος Capitals: ΠΕΝΤΑΚΛΙΝΟΣ
Transliteration A: pentáklinos Transliteration B: pentaklinos Transliteration C: pentaklinos Beta Code: penta/klinos

English (LSJ)

ον, of a room, A with five couches, Chares 2 J., Callix.1; σκηνὴ π. PSI5.533.3 (iii B.C.) : as Subst., Arist.Mir.842b21, PCair.Zen.445.13 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 556] von od. zu fünf Betten, Tischlagern, Sitzen, σχολαστήριον, Ath. V, 205 d.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάκλῑνος: -ον, ὁ ἔχων ἢ χωρῶν πέντε κλίνας, ἀνάκλιντρα, «οἶκος τρίκλινος πεντάκλινος δεκάκλινος» (Πολυδ. Α΄, 79), ὅσον πεντακλίνου τὸ μέγεθος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 127. 2· κοιτὼν πεντέκλινος Ἀθήν. 205D· βαλανεῖον τρίκλινον 207F· ἐπὶ αἰθούσης συμποσίου, «οὐδὲ τῶν συμποτικῶν ὀνομάτων ἀμελητέον, χρὴ λέγειν τὸ μὲν χωρίον συμπόσιον ... καὶ τρίκλινον οἶκον καὶ πεντάκλινον καὶ δεκάκλινον, κτλ.» Πολυδ. Ϛ΄, 7.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάκλινος και πεντέκλινος, -ον, ΝΑ
(για οικία ή για δωμάτιο) αυτός που περιλαμβάνει ή χωρεί πέντε κλίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πέντε- + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. επτά-κλινος].

Russian (Dvoretsky)

πεντάκλῑνος: вмещающий пять (застольных) лож Arst.