μελοποιός

From LSJ
Revision as of 08:45, 14 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελοποιός Medium diacritics: μελοποιός Low diacritics: μελοποιός Capitals: ΜΕΛΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: melopoiós Transliteration B: melopoios Transliteration C: melopoios Beta Code: melopoio/s

English (LSJ)

ὁ, A maker of songs, lyric poet, Ar. Ra.1250, Pl.Prt.326a, etc.; ὁ Θηβαῖος μ., of Pindar, Ath.1.3c; ἡ Λεσβία μ., of Sappho, Luc.Im.18. II as Adj., generally, tuneful, μέριμνα E.Rh.550 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 127] ὁ, der Liederverfertiger, der lyrische Dichter, Plat. Prot. 326 b Ion 534 a, wie Pind. oft heißt ὁ Θηβαῖος μελοποιός, vgl. S. Emp. adv. mus. 16. Auch fem., Λεσβία, Luc. Imag. 18.

Greek (Liddell-Scott)

μελοποιός: ὁ, (μέλος Β) ὁ ποιῶν μέλη, λυρικὸς ποιητής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1250, Πλάτ. Πρωτ. 326Β, κ. ἀλλ.· - ὁ Θηβαῖος μ., δηλ. ὁ Πίνδαρος, Ἀθήν. 3C· ἡ Λεσβία μ., ἐπὶ τῆς Σαπφοῦς, Λουκ. Εἰκόν. 18. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., καθόλου, ᾠδικός, ἀηδονὶς Εὐρ. Ρῆσ. 550.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: μέλος, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α μελοποιός)
λυρικός ποιητής (α. «ἡ Λεσβία μελοποιός» — η Σαπφώ
β. «ὁ Θηβαῖος μελοποιός» — ο Πίνδαρος)
νεοελλ.
συνθέτης μουσικών έργων, μουσουργός
αρχ.
ως επίθ. μελωδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ποιός].

Greek Monotonic

μελοποιός: ὁ (μέλος II, ποιέω
I. συνθέτης τραγουδιών, λυρικός ποιητής, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. ως επίθ., μελωδικός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μελοποιός: II ὁ и ἡ сочинитель песен, лирический поэт Plut.: ἡ Λεσβία μ. Luc. = Σαπφώ; ὁ Θηβαῖος μ. Sext. = Πίνδαρος.
οῦ adj. поющий (ἀηδονίς Eur.).

Middle Liddell

μελο-ποιός, οῦ, ὁ, μέλος II, ποιέω
I. a maker of songs, a lyric poet, Ar., Plat.
II. as adj. tuneful, Eur.