δορίς
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A sacrificial knife, Anaxipp.6.3, Call.Aet.3.1.11.
German (Pape)
[Seite 658] ίδος, ἡ, ein Messer zum Abhäuten (δέρειν) des Schlacht- u. Opferviehes; Poll. 6, 89; VLL.; μάχαιρα μαγειρική Anaxipp. bei Ath. IV, 169 c. Nach Eust. auch = der Opfertisch.
Greek (Liddell-Scott)
δορίς: -ίδος, ἡ, ἡ θυσιαστικὴ μάχαιρα, δορίδες, «μάχαιραι μαγειρικαὶ εἰς τὸ ἐκδεῖραι τὰ θύματα ἐπιτήδειαι», Ἀνάξιππ. Κιθ. 1, Πολυδ. 6. 89., 10. 104, Ἡσύχ.· πρβλ. Δωρίς.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 cuchillopara desollar, Anaxipp.6.3, Call.Fr.75.11.
2 mesa o tabla donde se desollaba o troceaba Ael.Dion.δ 28.
• Etimología: Cf. δείρω.
Greek Monolingual
δορίς, η (AM)
μσν.
το θυσιαστήριο, η αγία τράπεζα
αρχ.
μαχαίρι ειδικό για το γδάρσιμο τών ζώων.