βίβημι
English (LSJ)
poet. collat. form of βαίνω, A to stride, used by Hom. only in part., μακρὰ βιβάς Il.7.213, al.; ὕψι βιβάντα 13.371, al. (v. foreg.): Dor. 3sg. βίβαντι Epigr.Lacon. ap. Poll.4.102.
Greek (Liddell-Scott)
βίβημι: ποιητ. ἰσοδ. τύπος τοῦ βαίνω, περιπατῶ, βαδίζω, ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμ. μόνον κατὰ μετοχ., μακρὰ βιβὰς Ἰλ. Η. 213, κτλ.· ὕψι βιβάντα Ν. 371, κτλ. (καὶ νεώτεροι ἐκδόται ἀναγινώσκουσι βιβάντα, βιβᾶσα ἐν τοῖς χωρίοις τοῖς μνημονευθεῖσιν ὑπὸ τὸ ἄρθρον βιβάω)· Δωρ. γ΄ πληθ. βίβαντ, Ἐπιγρ. Λακων ἐν Ahrens Δ. Δωρ. σ. 483.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés. nomin. masc. βιβάς, fém. βιβᾶσα, et acc. masc. βιβάντα;
faire des enjambées, aller à grands pas.
Étymologie: cf. βαίνω, marcher.
English (Autenrieth)
(parallel forms of βαίνω), pres. part. βιβάσθων and βιβάς, acc. βιβάντα and βιβῶντα, fem. βιβῶσα: stride along, stalk; usually μακρὰ βιβάς, ‘with long strides,’ ὕψι βιβάντα, Il. 13.371.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [lacon. 3a plu. βίβαντι epigr. en Poll.4.102]
caminar, andar μακρὰ βιβάς Il.7.213, cf. 3.22, ὕψι βιβάντα a él que marchaba ufano, Il.13.371, cf. A.D.Adu.175.18, 198.1, 17, μακρὰ βιβᾶσα de un alma en el Hades Od.11.539
•tal vez montar, saltar κοῦφα βιβάς (al carro), Hes.Sc.323, χείλια ... βίβαντι saltan mil veces epigr.l.c., cf. βαίνω.
Greek Monotonic
βίβημι: ποιητ. τύπος του βαίνω, βηματίζω· στον Όμ. μόνο ως μτχ., μακρὰ βιβάς, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
βίβημι: = *βιβάσθω.
Middle Liddell
to stride, only in part., μακρὰ βιβάς Il.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βίβημι βαίνω poët., alleen ptc. praes. βιβάς, stappen :. μακρὰ βιβάς met grote passen Il. 7.213.