εὐφρόνη

From LSJ
Revision as of 09:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφρόνη Medium diacritics: εὐφρόνη Low diacritics: ευφρόνη Capitals: ΕΥΦΡΟΝΗ
Transliteration A: euphrónē Transliteration B: euphronē Transliteration C: effroni Beta Code: eu)fro/nh

English (LSJ)

ἡ, (εὔφρων) A the kindly time, euphem. for νύξ, night, chiefly poet., Hes.Op.560, Pi.N.7.3, etc.: also in Ion. and late Prose, Heraclit. 26, 57, Hdt.7.12, 56, al., Hp.Mul.1.1, Jul.Or.2.85b; ἄστρων εὐ., = ἀστερόεσσα εὐ., S.El.19; εὐφρόνης, = νυκτός, by night, Epist.Anaximen. ap.D.L.2.4; κατ' εὐφρόνην A.Pers.221 (troch.), S.El.259. II = εὐφροσύνη, Hsch., cf. E.Hel.1470 codd. (lyr., sed leg. εὐφροσύναν).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
la bienveillante, la bienfaisante, càd la nuit : ἄστρων εὐφρόνη SOPH la nuit étoilée ; κατ’ εὐφρόνην ESCHL pendant la nuit.
Étymologie: εὔφρων.

Greek Monolingual

εὐφρόνη, ἡ (Α)
1. η καλή ώρα (κατ' ευφ. αντί η νύκτα) («μακραὶ γὰρ καὶ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσί», Ησίοδ.)
2. φρ. «ἄστρων εὐφρόνη» — νύχτα γεμάτη αστέρια
3. (στη γεν. εν. ως επίρρ.) εὐφρόνης
κατά τη διάρκεια της νύκτας
4. (κατά τον Ησύχ.) ευφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φρον- (ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν-
πρβλ. φρέν-ες, φρην). Έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι η λ. δεν είναι παρά συντετμημένος τύπος της λ. ευφροσύνη. Η λ. χρησιμοποιείται ευφημιστικώς].

Greek Monotonic

εὐφρόνη: ἡ (εὔφρων), η καλή ώρα, ευφημ. αντί νύξ, νύχτα, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐφρόνη: ἡ euphem. ночь (досл. благосклонная) (ἐπίρροθος Hes.; μέλαινα Pind.; ἐν ἑπτὰ ἡμέρῃσι καὶ ἐν ἑπτὰ εὐφρόνῃσι Her.): μέλαινα ἄστρων εὐ. Soph. темная и звездная ночь; εὐφρόνης Diog. L. и κατ᾽ εὐφρόνην Aesch., Soph. ночью.

Middle Liddell

εὐφρόνη, ἡ, εὔφρων
the kindly time, euphem. for νύξ, night, Hes., Hdt., etc.

Frisk Etymology German

εὐφρόνη: poet. u. ion.
{euphrónē}
Grammar: f.
Meaning: Wort für Nacht (Hes. Op. 560, Pi., A., Heraklit., Hdt., Hp. usw.);
Derivative: davon das Patronymikon Εὐφρονίδης (Epigr. Gr. 1029, 6, Kios).
Etymology : Eig. die Wohlwollende ("die Wohlwollerin"), personifizierende Substantivierung von εὔφρων; vgl. Ἡγεμόνη Bein. der Artemis (Kall. u. a.) und EN wie Ἠριγόνη, Ἠπιόνη; auch Μναμόνα (Ar. Lys. 1248) für Μνημοσύνη; δυσφρονέων (Gen. pl.) v. l. für -οσυνέων Hes. Th. 102. Vgl. Sommer Nominalkomp. 145 m. A. 1, wo die Auffassung Bechtels (Dial. 3, 299; danach Schwyzer 461, 490 und 529), εύφρόνη sei aus εὐφροσύνη gekürzt, mit Recht abgelehnt wird. — Weiteres s. φρήν.
Page 1,595