κάρον
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
[ᾰ], τό, A = καρώ, Theb.Ostr.135 (i A.D.); also v.l. for καρώ, Dsc.3.57. II = μεγάλη ἀκρίς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1328] τό, Kümmel, Karbe, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κάρον: ᾰ, τό, ἢ κάρος, ὁ, κύμινον, caum carui, «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον… ἀναλογοῦν ἀνίσῳ» Διοσκ. 3. 66. - Καθ᾽ Ἡσύχ.: «κάρον· μεγάλη ἀκρίς».
Greek Monolingual
το (Α κάρον, το και κάρος, ὁ)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας τών σκιαδοφόρων
αρχ.
1. (κατά τον Διοσκ.) «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον, ἀναλογοῦν ἀνίσῳ», πιθ. το κύμινο
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλη ἀκρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα του Ησυχίου «κάρ
φθείρ», ίσως επειδή οι σπόροι του φυτού μοιάζουν με ψείρες. Κατ' άλλη άποψη, πιθ. < κάρα «κεφάλι»].
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: n.
Meaning: plant name, cummin, Carum carvi (Theb. Ostr. 135 [Ip], v. l. Dsc. 3, 57), also καρώ f. (Dsc. l. c., Orib., uncertain Ath. 9, 371e; (popular formation?, s. Chantraine Formation 116).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Perh. from κάρ φθείρ H. because a corn of cummin resembles a louse.
2.
Grammatical information: n.
Meaning: μεγάλη ἀκρίς H.
Other forms: Also κάρνος Fur. 371.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Gil Fernandez Nombres de insectos 148. Fur. 341 compares ἀκορνός = ὀκορνός H.; further πάρνος. So clearly a Pre-Greek word
Frisk Etymology German
κάρον: {káron}
Forms: auch καρώ f. (Dsk. l. c., Orib., unsicher Ath. 9, 371e; volkstümliche Bildung, s. Chantraine Formation 116).
Grammar: n.
Meaning: Pflanzenname, Kümmel, Carum carvi (Theb. Ostr. 135 [Ip], v. l. Dsk. 3, 57),
Etymology : Vielleicht von κάρ· φθείρ H. wegen der Ähnlichkeit des Kümmelkornes mit einer Laus (WP. 2, 574).
Page 1,790