παροψώνημα
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ατος, τό, A addition to the regular fare, dainty : metaph., εὐνῆς π. τῆς ἐμῆς χλιδῆς a new relish to the pleasures of my bed, A.Ag.1447.
German (Pape)
[Seite 528] τό, = παρόψημα, leckerhaftes Nebengericht; übertr. sagt Aesch. Ag. 1447 ἐμοὶ δ' ἐπήγαγεν εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῆς, eine Nebenfreude.
Greek (Liddell-Scott)
παροψώνημα: τό, προσθήκη τις εἰς τὴν συνήθη τροφήν, γλύκυσμα, μεταφορ., εὐνῆς π. τῆς ἐμῆς χλιδῆς, νέα ἡδονὴ προστιθεμένη εἰς τὰς ἡδονὰς τῆς κοίτης μου, Αἰσχύλου Ἀγ. 1447· πρβλ. παροψὶς Ι.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mets friand ; fig. assaisonnement, agrément.
Étymologie: παρά, ὀψωνέω.
Greek Monolingual
τὸ, Α παροψωνώ
πρόσθετο εκλεκτό έδεσμα.
Greek Monotonic
παροψώνημα: -ατος, τό (ὀψωνέω), προσθήκη στο κανονικό φαγητό, ορεκτικό, λιχουδιά, μεταφ., παροψώνημα χλιδῆς, απόλαυση χλιδής, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροψώνημα -ατος, τό [παροψωνέω] eigenl. lekker hapje, bijgerecht, toetje: overdr.: εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῆς een toegift bij mijn wellustigheid in bed Aeschl. Ag. 1447.
Russian (Dvoretsky)
παροψώνημα: ατος τό досл. лакомое блюдо, лакомство, перен. дополнительное наслаждение Aesch.
Middle Liddell
παρ-οψώνημα, ατος, τό, ὀψωνέω
an addition to the regular fare, a dainty, metaph., π. χλιδῆς a new relish to luxury, Aesch.