Ποντικός
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ή, όν, A from Pontus, Pontic, Π. (sc. δένδρεον), τό, perhaps Prunus Padus, Hdt.4.23; τάριχος Π. Cratin.40, cf. Gal.6.563; Π. μῦς a kind of weasel, Arist.HA600b13, 632b9; Π. ῥίζα, = γλυκύρριζα, Dsc.3.5; Π. κάρυον hazel-nut, Gal.6.355, cf. PCair.Zen.702.22 (iii B.C.); ῥέον Π. rhubarb, Julianus Alex. ap. Alex.Trall.12. II Ποντικός (sc. μήν), ὁ, name of month at Gortyn, GDI5031 (Riv.Fil. 58.475).
Greek (Liddell-Scott)
Ποντικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ τοῦ Πόντου, Π. δένδρεον (ἴδε ἐν λ. πυρήν), Ἡρόδ. 4. 23· τάριχος Π. Κρατῖνος ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ» 7· Π. μῦς, εἶδος «νυφίτσας», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 4., 9. 50, 12, Πλίν. 8. 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 344.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du Pont, en Asie Mineure ; Ποντικὴ θάλασσα le Pont-Euxin ; δένδρεον Ποντικόν le noisetier ; ἡ Ποντική (χώρα) la contrée du Pont ; οἱ Ποντικοί, τὰ Ποντικά le royaume du Pont.
Étymologie: πόντος.
English (Strong)
from Πόντος; a Pontican, i.e. native of Pontus: born in Pontus.
English (Thayer)
Ποντική, Ποντικόν (Πόντος, which see), belonging to Pontus, born in Pontus: Herodotus, others.))
Russian (Dvoretsky)
Ποντικός: понтийский NT: ἡ Ποντικὴ θάλασσα Plut. = Πόντος Εὔξεινος; δένδρεον Ποντικόν Her. предполож. черемуха (Pranus padus, не Nux Pontica!); Π. μῦς Arst. зоол. предполож. ласка.
Middle Liddell
Ποντικός, ή, όν
from Pontus, Pontic, Il. δένδρεον, prob., the bird-cherry, Hdt.
Chinese
原文音譯:PontikÒj 胖提可士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:海的
字義溯源:本都;亞居拉生在本都,位於小亞細亞東北部的一地區,在黑海之南。字義:近海的城
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 本都(1) 徒18:2