Π

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Π Medium diacritics: Π Low diacritics: Π Capitals: Π
Transliteration A: P Transliteration B: P Transliteration C: P Beta Code: *p

English (LSJ)

π, ϖ, πεῖ, IG2². 2783.23 (iv BC), BCH 29.483 (Delos), Hellad. ap. Phot. p. 530B., indecl.; seventeenth (later sixteenth) letter of the Gr. alphabet; as numeral πʹ = 80, but ͵π = 80 000.

Greek Monotonic

Π: π, πεῖ, άκλιτο· το δέκατο έκτο γράμμα του ελλ. αλφαβ. Ως αριθμητικό πʹ = 80, αλλά ͵π = 80.000. Το π είναι ψιλό χειλικό άφωνο σύμφωνο συγγενές προς το μέσο β και το δασύ φ. Μεταβολές του π στις διαλέκτους κ.λπ.
1. Το π γίνεται φ, βλέπ-ω, βλέφ-αρον, λάπ-τω λαφ-ύσσω.
2. στην Αιολ. και Ιων. αντικαθιστά το δασύ φ, ἀμπί αντί ἀμφί, πανός αντί φανός, ἀπικέσθαι αντί ἀφικ-· στην Ιων. διατηρήθηκε κατά την έκθλιψη πριν από δασύ φωνήεν, ἀπ' ἡμῶν, ἐπ' ἡμέρην, ὑπ' ὑμῶν κ.λπ.· αντιθέτως ο τύπος με το δασύ ήταν προτιμότερος στην Αττ. ἀσφάραγος αντί ἀσπάραγος, σφόνδυλος αντί σπόνδυλος.
3. Στον Ιων. πεζό λόγο, το πγίνεται κ σε αναφορ. και ερωτημ. λέξεις, κῶς, ὅκως, ὁκοῖος, ὁκόσος αντί πῶς, ὅπως, ὁποῖος, ὁπόσος.
4. στο Αιολ. το π χρησιμοποιείται αντί μ, ὄππα αντί ὄμμα, πεδά αντί μετά.
5. στην Αιολ. και Δωρ. π αντί τ, πέτορες αντί τέσσαρες, πέμπε αντί πέντε.
6. μερικές φορές εναλλάσσεται με το γ, όπως σε λαπαρός, λαγαρός, λαπάρα λαγών, λαγός, Λατ. lepus.
7. στην Αιολ. και Επικ. ποίηση, το π συχνά διπλασιάζεται στα αναφορικά, όπως ὅππη, ὅππως, ὁπποῖος αντί ὅπη κ.λπ.
8. στους Ποιητές, το τ προστίθεται μετά το π, όπως πτόλις, πτόλεμος αντί πόλις, πόλεμος.

German (Pape)

π, πῖ, der sechszehnte Buchstabe des griechischen Alphabets, als Zahlzeichen πʹ = 80, ͵π = 80000. Aber Π bedeutet 5, besonders in den Verbindungen, 𐅄 = πεντάκις δέκα oder 50, und so in Inschriften 𐅅 = πεντάκις ἑκατόν, d.i. 500, 𐅆 = πεντακισχίλιοι, d.i. 5000, und 𐅇 = πεντακισμύριοι, d.i. 50000.
Von Veränderungen des π und Vertauschungen mit anderen Buchstaben merke man:
1 die tenuis π wechselt in den Mundarten teils mit der media β, πλαδαρός und βλαδαρός, πατεῖν und βατεῖν, auch πάλλω und βάλλω mag man vergleichen, – teils mit der aspirata φ, für welche es im Ion. und Äol. eintritt; so πανός statt φανός, πάτνη statt φάτνη; bes. bleibt π vor dem Spiritus asper im Ion. unverändert, ἐπ' ᾧ, ion. für ἐφ' ᾧ, ὑπ' ὑμῶν für ὑφ' ὑμῶν, ἀπηγέεσθαι für ἀφηγεῖσθαι. Auch im Dor., bes. bei den Lakoniern, vgl. Koen Greg.Cor. p. 344. Die Attiker liebten dagegen die Aspirata und sagten ἀσφάραγος, λίσφος und ä. für ἀσπάραγος, λίσπος, vgl. Lobeck Phryn. 113.
2 bei den Ion. tritt dafür in den interrogativen und relativen Correlativis κ ein, κῶς, κόσος, ὅκως, ὁκοῖος für πῶς, πόσος, ὅπως, ὁποῖος und ä., vgl. Greg. dial. Ion. 27 p. 413. Bei den Dichtern und Äolern wird das π in den Relativis auch verdoppelt, ὅππως, ὁπποῖος und ä. Bei den Äolern findet diese Vertauschung des κ und π auch in andern Wörtern statt. wie sich dies bes. in Vergleichungen mit dem Lateinischen zeigt, vgl. λύκος und lupus, ἵππος und equus, σηκός und sepes, ἕπομαι und sequor, Greg. dial. aeol. 4 p. 579 ff.
3 äolisch tritt π auch für μ ein, ὄππαὄμμα, πέδα = μετά und Kompp., s. Greg. dial. aeol. 4 p. 580; vgl. Koen ad Greg. p. 282. – Ebenfalls äolisch und dorisch tritt π für τ ein, πέμπεπέντε, σπολάςστολάς, vgl. Koen Greg.Cor. p. 364, 615.

Russian (Dvoretsky)

Π: π (τό πῖ) пи (16-я буква греческого алфавита, соответствует русск. п, лат. p): πʹ = 80, ͵π = 80000, Π - в арх. форме Γ = 5 (преимущ. в составных знаках: 「̂ πεντάκις δέκα, т. е. 50; 「̽ πεντακισχίλιοι, т. е. 5000 и т. п.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Π, π, τό (πεῖ), indecl., pi (zestiende letter van het Griekse alfabet); als getal: πʹ = 80; ͵π = 80.000.