θυηπολέω

From LSJ
Revision as of 16:55, 14 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠηπολέω Medium diacritics: θυηπολέω Low diacritics: θυηπολέω Capitals: ΘΥΗΠΟΛΕΩ
Transliteration A: thyēpoléō Transliteration B: thyēpoleō Transliteration C: thyipoleo Beta Code: quhpole/w

English (LSJ)

A perform sacrifices, A.Ag.262, E.Tr.330 (lyr.), Pl.R. 364e, Polystr.p.9 W.; θεοῖς E.El.665. 2 trans., sacrifice, γέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θ. S.Fr.126, cf. 522, Maiist.13:—Pass., θυηπολεῖται δ' ἄστυ μάντεων ὕπο is filled with sacrifices by them, E.Heracl. 401.

German (Pape)

[Seite 1222] sich mit Opfern beschäftigen, VLL. περὶ θυσίαν ἀναστρέφεσθαι, opfern, Κρόνῳ, Soph. frg. 132; κατὰ σὸν ἀνάκτορον, Eur. Tr. 330; Plat. Rep. II, 364 e; Sp., wie D. Hal. 2, 67; auch pass., θυηπολεῖται ἄστυ μάντεων ὕπο, in der Stadt wird geopfert, Eur. Heracl. 402; – weissagen, Aesch. Ag. 253.

Greek (Liddell-Scott)

θυηπολέω: εἶμαι θυηπόλος, ἀσχολοῦμαι εἰς θυσίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 260, Εὐρ. Τρῳ. 330, Πλάτ. Πολ. 364Ε. 2) μεταβ., θυσιάζω, Κρόνῳ θυηπολεῖν βρότειον... γένος Σοφ. Ἀποσπ. 132, πρβλ. 468∙ - Παθ., θυηπολεῖται δ’ ἄστυ μάντεων ὕπο, πληροῦται θυσιῶν ὑπ’ αὐτῶν, Εὐρ. Ἡρακλ. 401, ἴδε Ruhnk ἐν Τιμ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être chargé du soin d’un sacrifice.
Étymologie: θυηπόλος.

Greek Monotonic

θυηπολέω: μέλ. -ήσω,
1. απασχολώ τον εαυτό μου με θυσίες, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. μτβ., θυσιάζω· Παθ., θυηπολεῖται δ' ἄστυ, είναι γεμάτο με θυσίες, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θυηπολέω:
1) совершать жертвоприношения (Κρόνῳ Soph.; κατὰ τὰς Μουσαίου καὶ Ὀρφέως βίβλους Plat.): θ. κατὰ τὸν ἀνάκτορον (τοῦ Ἀπόλλωνος) Eur. совершать жертвоприношения в храме Аполлона; εὐαγγέλοισιν ἐλπίσιν θ. Aesch. приносить жертву в надежде на благоприятные вести;
2) очищать жертвоприношениями (θυηπολεῖται ἄστυ μάντεων ὕπο Eur.).

Middle Liddell

θυηπολέω, fut. -ήσω
1. to busy oneself with sacrifices, Aesch., Eur.
2. trans. to sacrifice:—Pass., θυηπολεῖται δ' ἄστυ is filled with sacrifices, Eur. [from θυηπόλος