κυκλόεις

From LSJ
Revision as of 20:12, 28 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλόεις Medium diacritics: κυκλόεις Low diacritics: κυκλόεις Capitals: ΚΥΚΛΟΕΙΣ
Transliteration A: kyklóeis Transliteration B: kykloeis Transliteration C: kykloeis Beta Code: *kuklo/eis

English (LSJ)

κυκλόεσσα, κυκλόεν, poet. for κυκλικός, circular, ἀγορᾶς θρόνος S.OT161 (lyr.); ἴτυς AP7.232 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1526] εσσα, εν, gerundet, kreisförmig; θρόνος ἀγορᾶς Soph. O. R. 161; ἴτυς Anyte 20 (VII, 232).

Greek (Liddell-Scott)

κυκλόεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ κυκλικός, κυκλοτερής, ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς (ἴδε κύκλος ΙΙ. 2), Σοφ. Ο. Τ. 161· ἴτυς Ἀνθ. Π. 7. 232.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
circulaire.
Étymologie: κύκλος.

Greek Monolingual

κυκλόεις, κυκλόεσσα, κυκλόεν (Α) κυκλος
κυκλικός.

Greek Monotonic

κυκλόεις: κυκλόεσσα, κυκλόεν, ποιητ. αντί κυκλικός, σε Σοφ., Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλόεις, κυκλόεσσα, κυκλόεν [κύκλος] poët. rond.

Russian (Dvoretsky)

κυκλόεις: κυκλόεσσα, κυκλόεν кругообразный, круглый (θρόνος Soph.; ἴτυς Anth.).

Middle Liddell

κυκλόεις, κυκλόεσσα, κυκλόεν [poetic for κυκλικός, Soph., Anth.]