αύλειος
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
Greek Monolingual
αὔλειος και αὔλιος, -α, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην αυλή («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῡ ἐπ' αὐλείου», «ἐκτός αὐλείων πυλῶν»)
2. το θηλ. ως ουσ. «αὔλειος και αὔλιος», «αὐλεία και αὐλία» — η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Ο σχηματισμός του επιθ. πιθ. αναλογικά προς το έρκειος «αυτός που ανήκει στο έρκος, στον αυλόγυρο»].