μάστιγα
Greek Monolingual
η (AM μάστιξ, -ιγος, Α ιων. τ. μάστις, -ιος)
1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῦ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.)
2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς μάστιγι κακῇ ἐδάμημεν Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.
β. «τα ναρκωτικά είναι αληθινή μάστιγα της σύγχρονης εποχής»)
αρχ.
1. λουρί που το χρησιμοποιούσαν για μαστίγωμα ανθρώπων, βούρδουλας
2. μτφ. νόσος («καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου», ΚΔ)
3. φρ. «μάστιξ πειθοῡς» — η ευγλωττία, με την οποία πείθονται οι άνθρωποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάστιξ (< μάσ-τι-γ-ς) ανάγεται στο θ. μασ- του μαίομαι και έχει επίθημα -τι- (πρβλ. ομηρική δοτ. μάστι και αιτ. μάστιν), που απαντά σε ονόματα τα οποία δηλώνουν όργανο (πρβλ. άρυσ-τι-ς). Η προσθήκη του -γ- μετά το επίθημα (μάσ-τι-γ-ς) τονίζει τον εκφραστικό χαρακτήρα της λέξης (πρβλ. πέμφιξ, τέττιξ).
ΠΑΡ. μαστίγιο, μαστιγώνω, μαστίζω
αρχ.
μαστιγεύς, μαστίγια, μαστιγίας, μαστιγιώ, μαστίω, μαστιώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μαστιγοφόρος
αρχ.
μαστιγονόμος
νεοελλ.
μαστιγοδόχη, μαστιγόπληκτος. (Β' συνθετικό) αρχ. γραμματικομάστιξ, κλωομάστιξ, Ομηρομάστιξ, ρητορομάστιξ].