ἐνιαχοῦ

From LSJ
Revision as of 18:10, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνῐᾰχοῦ Medium diacritics: ἐνιαχοῦ Low diacritics: ενιαχού Capitals: ΕΝΙΑΧΟΥ
Transliteration A: eniachoû Transliteration B: eniachou Transliteration C: eniachoy Beta Code: e)niaxou=

English (LSJ)

Adv., (ἔνιοι) A in some places, Arist.HA 545a32, D.H. Rh.5.7, etc.; in some cases, Pl.Phd.71b, Jul.Gal.152d; sometimes, BGU747ii9 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 844] an einigen Orten, Plut. Brut. 2; τῶν λόγων Cic. 24; – von der Zeit, bisweilen, Plat. Phaed. 71 d; Arist. H. A. 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιαχοῦ: ἐπίρρ. (ἔνιοι), εἴς τινα μέρη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 12, κ. ἀλλ.· - ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἐνίοτε, ἀντίθετον τῷ πανταχοῦ, Πλάτ. Φαίδων 71Β.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en quelques endroits;
2 avec idée de temps parfois.
Étymologie: ἔνιος, -αχοῦ.

Spanish (DGE)

adv.
1 c. valor local en algunos lugares op. πανταχοῦ Arist.HA 545a32, ἐ. ... ἐξ ἰχθύων ποιοῦσι κόλλαν Arist.HA 517b30, ἐ. γὰρ πολλὰ γίνεται μεγάλα τῶν ζῳοτόκων Arist.PA 655a8, ῥεῦμα ... ἐ. ... ναυσίπορον Luc.VH 1.7, cf. Ath.41f, Paus.10.15.4, en uso prep. c. gen. ἐ. τῶν λόγων ὑπονυστάζειν τὸν Δημοσθένην Plu.Cic.24.
2 c. valor temp. a veces, en algunas ocasiones βλαστάνει δὲ ἐ. ... σπανίως δέ Thphr.HP 2.2.2, κἂν ... ἐ. δὲ καὶ τολμῶσιν ἀντίστασθαι BGU 747.2.9 (II d.C.), op. πολλαχόθι Gal.3.748, frec. en correlación ἐ. ... ἐ. ... unas veces ... otras ... D.H.Rh.5.7, Iul.Gal.29.152D, ἔνθα ... ἔνθα ... ἐ. Arist.EE 1222a23
en tal o cual momento, según la época ποτέρῳ τούτων ἐ. χρηστέον cuál de las dos cosas hay que usar según el momento, e.e., según la estación del año, Hp.Medic.4.
3 en algunos casos κἂν εἰ μὴ χρώμεθα τοῖς ὀνόμασιν ἐ. Pl.Phd.71b.

Greek Monolingual

(AM ἐνιαχοῡ) ένιοι
επίρρ. τοπ. σε μερικούς τόπους, σε μερικά μέρη, που και που
αρχ.
1. σε μερικές περιπτώσεις («κἄν εἰ μὴ χρώμεθα τοῖς ὀνόμασιν ἐνιαχοῡ», Πλάτ.)
2. χρον. ενίοτε, καμιά φορά, πότε πότε.

Greek Monotonic

ἐνιᾰχοῦ: επίρρ. (ἔνιοι), σε κάποια μέρη, εδώ κι εκεί, ενίοτε, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνιᾰχοῦ: adv.
1) в некоторых местах, кое-где Plut.;
2) иногда, кое-когда Plat., Arst.

Middle Liddell

ἔνιοι
in some places, here and there, now and then, Plat.