λειρός
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ά, όν, = λειριόεις, of the voice, τέττιξ γλυκεροῖς χείλεσι λειρὰ χέων IG14.1934f6.
German (Pape)
[Seite 26] ὁ, der kleine Hase, Hesych. von Hesych. ἰσχνός u. ὠχρός erkl., bleich, hager; aber λειρὰ χέων = λείριος, von der Cicade, Epigr. Zeitschr. für A. W. 1844 p. 1008.
Greek (Liddell-Scott)
λειρός: -ά, -όν, = λειριόεις, ἐπὶ τῆς φωνῆς, τέττιξ... λειρὰ χέων Συλλ. Ἐπιγρ. 6270a. 6. 2) ὠχρὸς, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λειρός, -ά, -όν (Α) λείριον
λειριόεις («τέττιξ γλυκεροῑς χείλεσι λειρὰ χέων», επιγρ.).