ἀπρόθυμος
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ον, A unready, backward, Hdt.7.220, Th.4.86, X.An.6.2.7, etc. Adv. -μως Pl.Lg.665e.
German (Pape)
[Seite 338] nicht bereitwillig, ungern, καὶ οὐκ ἐθέλων Her. 7, 220; Thuc. 4, 86; Xen. An. 6, 2, 7; καὶ ἄκων Plut. – Adv. ἀπροθύμως, Plat. Legg. 665 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόθῡμος: -ον, ὁ μὴ πρόθυμος, ὁ διστάζων, Ἡρόδ. 7. 220, Θουκ. 4. 86, κτλ. - Ἐπίρρ. μως Πλάτ. 665Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui manque de bonne volonté, d’ardeur.
Étymologie: ἀ, πρόθυμος.
Spanish (DGE)
-ον
I arredrado, remiso, falto de ardor σύμμαχοι Hdt.7.220, Th.8.32, εἴ τις ... ἀ. ἐστι Th.4.86, cf. X.An.6.2.7, Plu.2.438b, Mac.Aeg.Serm.C 6.4.
II adv. -ως sin ardor, sin ímpetu ὑπηρετεῖν X.HG 1.6.4, ἐργάζεσθαι Pl.Lg.665e.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπρόθυμος, -ον)
αυτός που στερείται προθυμίας, που διστάζει να κάνει κάτι.
Greek Monotonic
ἀπρόθῡμος: -ον, αυτός που δεν διαθέτει ζήλο ή δεν είναι έτοιμος, απαράσκευος, ανέτοιμος, διστακτικός, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόθῠμος: нерасположенный, недоброжелательно настроенный, не имеющий охоты (Her., Thuc., Xen.; πρός τι Plut.).
Middle Liddell
not eager or ready, unready, backward, Hdt., Thuc.
English (Woodhouse)
backward, hesitating, not eager, unenergetic, without eagerness