κατοικώ

From LSJ
Revision as of 13:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ κατοικῶ, -έω) κάτοικος
1. είμαι κάτοικος ενός τόπου, διαμένω, οικώ (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ
γ. «ἁνήρ κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.)
2. διαμένω σε μια οικία, είμαι ένοικος, έχω το σπίτι μου (α. «κατοικούν στον δεύτερο όροφο» β. «ἐν σκηναῑς κατοικήσας», ΚΔ)
3. βρίσκομαι κάπου, υπάρχω κάπου (α. «σ' ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι», Ερωτόκρ.
β. «τὰς πόλεις τὰς τὴν Ἀσίαν κατοικούσας», Ισοκρ.)
μσν.
1. εγκαθιστώ, βάζω κάποιον να κατοικήσει
2. ανήκω
3. στρατοπεδεύω
4. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) κατοικούμενος, -ένη, -ον
κάτοικος
5. φρ. «κατοικῶ ἐν σκότει» — κρύβομαι
μσν.-αρχ.
1. εγκαθίσταμαι σε κάποιο τόπο, καταλαμβάνω τόπο για να κατοικήσω
2. ιδρύω αποικία, αποικίζωἔνθα μετὰ Σαμίων ἔσχε τε καὶ κατοίκησε πόλιν Ζάγκλην», Ηρόδ.)
αρχ.
διοικώ, διευθύνω, κυβερνώ.