ἐπεσβολία
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ἡ, A hasty speech, scurrility, ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν Od.4.159, cf. Man.6.625, Q.S.1.748: later in sg., Max.65; φοβερῆς ἰὸς -ίης, of Archilochus' satires, AP9.185, cf. 7.70 (Jul.).
German (Pape)
[Seite 918] ἡ, das Umsichwerfen mit Worten, – a) ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν, dreistes, keckes Geschwätz zu Tage bringen, Od. 4, 159. – b) das Schmähen, τοὺς νείκεε ἐπεσβολίῃσι κακῇσι Qu. Sm. 1, 748, von den Schmähgedichten des Archilochus, En. ad. 503 (IX, 185), vgl. Iul. Aeg. 60 (VII, 70).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεσβολία: ἡ, τὸ ἔπεσι βάλλειν, λοιδορία, βλασφημία, ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν, «τὰς περὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ (τοῦ Τηλεμάχου δηλ.) φλυαρίας καὶ λοιδορίας διεξιέναι» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 159· ἐπὶ τῶν ἰάμβων τοῦ Ἀρχιλόχου (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), Ἀνθ. Π. 9. 185, πρβλ. 7. 70.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
parole légère ou téméraire.
Étymologie: ἐπεσβόλος.
Greek Monolingual
ἐπεσβολία, η (Α) επεσβόλος
λοιδορία.
Greek Monotonic
ἐπεσβολία: ἡ, επιπόλαιος, απερίσκεπτος λόγος, αισχρολογία, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεσβολία: ἡ
1) дерзкие речи, развязная болтовня Hom.;
2) колкости, язвительные слова Anth.
Middle Liddell
ἐπεσβολία, ἡ,
hasty speech, scurrility, Od. [from ἐπεσβόλος