ἰσοκρατία

From LSJ
Revision as of 17:25, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοκρᾰτία Medium diacritics: ἰσοκρατία Low diacritics: ισοκρατία Capitals: ΙΣΟΚΡΑΤΙΑ
Transliteration A: isokratía Transliteration B: isokratia Transliteration C: isokratia Beta Code: i)sokrati/a

English (LSJ)

ἡ, A equality of strength or power, Ti.Locr.95c. 2 = ἰσονομία, equality of rights, republic, opp. τυραννίς, Hdt.5.92.ά (pl.).

German (Pape)

[Seite 1264] ἡ, = ἰσοκράτεια; Her. 5, 92; Tim. Locr. 95 c, v.l. ἰσοκρατείας.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκρᾰτία: ἡ, ἰσότης ἰσχύος ἢ δυνάμεως, Τίμ. Λοκρ. 95C. 2) παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 1, = ἰσονομία, ἰσότης δυνάμεως καὶ δικαιωμάτων, ἀντίθετον τῷ τυραννίς.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
égalité de pouvoir ou de droits.
Étymologie: ἰσοκρατής.

Greek Monolingual

ἰσοκρατία, ἡ (Α) ισοκρατής
1. ισότητα ισχύος ή δυνάμεως, ισοδυναμία
2. ισότητα δικαιωμάτων, ισοτιμία, ισονομία, δημοκρατικό πολίτευμα, αντίθ. του τυραννίς («ἰσονομίας καταλύοντες», Ηρόδ.).

Russian (Dvoretsky)

ἰσοκρᾰτία:
1) равенство, равноправие Her.;
2) равенство сил (Plat. - v.l. ἰσοκράτεια).