συνωφελέω
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
English (LSJ)
A join in aiding, αὑτούς X.Mem.3.5.16; τὴν γῆν Id.Oec. 18.2, etc.; τινὰ εἴς τι ib.2.14; rarely τινι, S.Ph.871: abs., to be of use or assist together, ἔν τισι Hp.Art.18, cf. Supp.Epigr.3.583.13 (Olbia, ii/iii A.D.); εἴς τι X.An.3.2.27:—Pass., derive profit together, Lys.12.93.
Greek (Liddell-Scott)
συνωφελέω: ἀπὸ κοινοῦ ὠφελῶ, συμβοηθῶ, συνανακουφίζω, τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 16, Οἰκ. 18, 2, κτλ.· τινα εἴς τι αὐτόθι 2, 14· σπανιώτερον τινι, Σοφ. Φιλ. 871· ― ἀπολ., ὠφελῶ ἢ βοηθῶ ὁμοῦ, ἔν τινι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· εἴς τι Ξεν. Ἀν: 3. 2, 27. ― Παθ., ὁμοῦ ὠφελοῦμαι, κερδαίνω, Λυσί. 128. 40.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
venir également ou en même temps en aide à : τινι ou τινα à qqn ; εἴς τι servir à qch.
Étymologie: σύν, ὠφελέω.
Greek Monotonic
συνωφελέω: μέλ. -ήσω, ωφελώ ή ανακουφίζω από κοινού, τινά, σε Ξεν.· σπάνια, τινί, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
συνωφελέω: приносить пользу, оказывать помощь, помогать (τινι Soph., чаще τινα Xen.): σ. τινα εἴς τι Xen. помогать кому-л. в чем-л.; συνωφελεῖσθαί τινα Lys. делиться с кем-л. выгодами.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ωφελέω act. mede baten, mede van nut zijn (voor); met acc. of dat. (voor) iem.; met εἰς + inf. voor of bij iets:. εἰς τὸ μάχεσθαι bij het strijden Xen. An. 3.2.27. pass. mede voordeel hebben, in het voordeel delen. Lys. 12.93.
Middle Liddell
fut. ήσω
to join in aiding or relieving, τινά Xen.; rarely τινί, Soph.