καρατομέω
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
A behead, E.Rh.586, J.BJ1.17.8, al.:—Pass., Lyc.313, Agath.1.12.
German (Pape)
[Seite 1325] den Kopf abschneiden, enthaupten; τινὰ ξίφει Eur. Rhes. 586; Sp., wie Hdn. 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρᾱτομέω: ἀποτέμνω τὴν κεφαλήν, ἀποκεφαλίζω, Εὐρ. Ρῆσ. 586, Λυκόφρ. 313.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper la tête, décapiter.
Étymologie: καράτομος.
Greek Monotonic
καρᾱτομέω: μέλ. -ήσω, κόβω το κεφάλι, αποκεφαλίζω, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρατομέω [καρατόμος] onthoofden.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρᾱτομέω: отрубать голову, обезглавливать (τινα ξίφει Eur.).