φρενήρης
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ες, A sound of mind, opp. ἐμμανής, Hdt.3.25, cf.30, 35, E.Heracl.150, Phld.Mort.39, Plu.2.323c, Luc.Cal.3, etc.: Sup. -έστατος Harp.Astr. in Cat.Cod.Astr.8(3).137.
German (Pape)
[Seite 1304] ες, seiner Seele, seines Verstandes mächtig, verständig, Eur. Heracl. 151 El. 1053.
Greek (Liddell-Scott)
φρενήρης: -ες, γεν. εος, ὁ ἀραρὼς τὰς φρένας, ὑγιὴς τὸν νοῦν, φρόνιμος, ἀρτίφρων, Λατιν. compos mentis, ἀντίθετον τῷ ἐμμανής, Ἡρόδ. 3. 25, πρβλ. 30. 35, Εὐρ. Ἡρακλ. 150, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
sensé, raisonnable, prudent.
Étymologie: φρήν, ἄρω.
Greek Monolingual
-ες / φρενήρης, -ῆρες, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρενοάρας Α
νεοελλ.
κατειλημμένος από φρενίτιδα, έξαλλος
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει υγιή νου, μυαλωμένος («συνετὴν οὖσαν καὶ φρενήρη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -ήρης (Ι)].
Greek Monotonic
φρενήρης: -ες, γεν. -έος (ἀραρίσκω), αυτός που κυριαρχεί στο νου του, φρόνιμος, Λατ. compos mentis, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
φρενήρης: здравомыслящий, благоразумный Her., Eur.
Middle Liddell
φρεν-ήρης, ες ἀραρίσκω
master of his mind, sound of mind, Lat. compos mentis, Hdt., Eur.