ἀπαλάομαι
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
English (LSJ)
A go astray, wander, ἀ. ἄλλῃ Hes.Sc.409.
German (Pape)
[Seite 276] abirren, ἄλλῃ Hes. Sc. 409.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰλάομαι: παθ., ἀποπλανῶμαι, παρεκβαίνω τῆς εὐθείας ὁδοῦ αὐτός δ᾿ ἀπαλήσεται ἄλλῃ Ἡσ. Ἀσπ. 409.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
s’égarer.
Étymologie: ἀπό, ἀλάομαι.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰλάομαι) andar extraviado, ἄλλῃ Hes.Sc.409.
Greek Monotonic
ἀπᾰλάομαι: Παθ., παρεκβαίνω, εκτρέπομαι από την ευθεία οδό, παραπλανώμαι, περιπλανιέμαι, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰλάομαι: сбиваться с пути, уходить в сторону Hes.