Προμήθειος
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
α, ον, or ος, ον, Promethean, πυρικλοπίη AP 6.100 (Crin.), cf. Nic. Al. 273, etc. βοτάνη Προμήθειος καλουμένη Ps.-Plu. Fluv. 5.4. Προμήθεια, τά, festival of Prometheus, Lys. 21.3, X. Ath. 3.4; Προμήθια, IG1². 84.37, 2².1138.11.
Greek (Liddell-Scott)
Προμήθειος: -α, -ον, ἢ ος, ον, ὁ εἰς τὸν Προμηθέα ἀνήκων, Ἀνθ. Π. 6. 100. Νικ. Ἀλεξιφ. 273, κτλ. ΙΙ. Προμήθεια, τά, ἡ ἑορτὴ τοῦ Προμηθέως, Λυσί. 161 ἐν τέλ., Ξεν. Ἀθην. 3, 4· κατὰ τὸν Meisterh 243 Προμήθια, τά, οὐχὶ Προμήθεια.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Prométhée ; τὰ Προμήθεια XÉN fêtes de Prométhée.
Étymologie: Προμηθεύς.
Russian (Dvoretsky)
Προμήθειος: прометеевский Anth.