καπροφόνος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ον, A killing wild boars, κύων AP9.83 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1324] Eber tödtend, κύων, Philp. 72 (IX, 83).
Greek (Liddell-Scott)
καπροφόνος: -ον, ὁ φονεύων κάπρους, καπροφόνος κύων Ἀνθ. Π. 9. 83.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue des sangliers.
Étymologie: κάπρος, πεφνεῖν.
Greek Monolingual
καπροφόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδροφόνος, δολοφόνος.
Greek Monotonic
καπροφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καπροφόνος: убивающий кабанов (κύων Anth.).