κονιστικός

From LSJ
Revision as of 12:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονῑστικός Medium diacritics: κονιστικός Low diacritics: κονιστικός Capitals: ΚΟΝΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: konistikós Transliteration B: konistikos Transliteration C: konistikos Beta Code: konistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A liking to roll in the dust, of birds, opp. λοῦσται, Arist.HA633a29.

German (Pape)

[Seite 1481] ὄρνις, ein Vogel, der sich gern im Sande badet, Arist. H. A. 9, 49.

Greek (Liddell-Scott)

κονιστικός: -ή, -όν, εὐαρεστούμενος νὰ κυλίηται ἢ κάθηται ἐν τῇ κόνει, ἐπὶ πτηνῶν, ἀντίθετ. τῷ λοῦσται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.

Greek Monolingual

κονιστικός, -ή, όν (Α) κονίω
(για πτηνά) αυτός που του αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη σκόνη.

Russian (Dvoretsky)

κονιστικός: любящий валяться (кататься) в песке (ὄρνις Arst.).