χαλκόδετος

From LSJ
Revision as of 12:56, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόδετος Medium diacritics: χαλκόδετος Low diacritics: χαλκόδετος Capitals: ΧΑΛΚΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: chalkódetos Transliteration B: chalkodetos Transliteration C: chalkodetos Beta Code: xalko/detos

English (LSJ)

ον, A bronze-bound, σάκη A.Th.160 (lyr.); κοτύλαι Id.Fr.57.6 (anap.); αὐλαί S.Ant.945 (lyr.); ἔμβολα E.Ph.114 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1331] mit Erz od. Kupfer gebunden, befestigt, in Erz gefaßt; σάκη Aesch. Spt. 145; κοτύλαι frg. 51 bei Ath. 479 b; αὐλαί Soph. Ant. 936; ἔμβολα Eur. Phoen. 115; πέδη Mel. 52 (V, 179).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόδετος: -ον, ὁ διὰ χαλκοῦ δεδεμένος, σάκος Αἰσχύλ. Θήβ. 160. κοτύλαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 55· αὐλοὶ Σοφ. Ἀντιγ. 945· ἔμβολα Εὐρ. Φοίν. 114· ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὡσαύτως χαλκοδεσμωτήρ, -δεσμήτωρ, μετὰ τῆς ἑρμηνείας χαλκόδεσμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enchaîné par des liens d’airain.
Étymologie: γλώχιν, δέω.

Greek Monolingual

-η, -ο / χαλκόδετος, -ον, ΝΜΑ
δεμένος με χάλκινα ελάσματα («χαλκόδετ' ἔμβολα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αἰχμό-δετος, λινό-δετος].

Greek Monotonic

χαλκόδετος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με χαλκό, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόδετος: отделанный медью или оправленный в медь (σάκος Aesch.; αὐλαί Soph.; ἔμβολα Eur.).

Middle Liddell

χαλκό-δετος, ον,
brass-bound, Trag.