ἀλλόγλωσσος
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ον, A using a strange tongue, Hdt.2.154, SIG1.4 (Abu Simbel, vi B. C.), IG12(3).328.20 (Thera, iii B. C.), LXX Ba.4.15.
German (Pape)
[Seite 103] eine andere Sprache redend, Her. 2, 154 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλόγλωσσος: -ον, ὁ χρώμενος ξένῃ γλώσσῃ, Ἡρόδ. 2. 154, Συλλ. Ἐπιγρ. 5126.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle une autre langue.
Étymologie: ἄλλος, γλῶσσα.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [ac. plu. ἀλογλόσος SIG 1.4 (Abu Simbel VI a.C.)]
1 de otra lengua, extranjero como subst. ἀλογλόσος δ' ἦχε Ποτασιμπτο op. Αἰγυπτίος a los mercenarios de otra lengua (jonios y carios) los condujo Potasimpto, SIG l.c., cf. Hdt.2.154
•como adj. (σώματα) ἀ. esclavos de lengua no griega, IG 12(3).328.20 (Tera III a.C.), ἔθνος LXX Ba.4.15, Ph.1.242, λαοί LXX Ez.3.6, cf. Gr.Nyss.Virg.334.18.
2 plu. que hablan lenguas diferentes ἀλλογλώσσους ἀπεργασάμενος a los de la torre de Babel, I.AI 1.117
•de palabras extranjero, de otra lengua ὀνόματα EM 828.9G.
3 que conoce varias lenguas οὐδὲ ἀ. εἶναι ἐθέλησεν Chrys.M.61.291.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλόγλωσσος, -ον)
αυτός που μιλά ξένη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -γλωσσος < αρχ. γλῶσσα.
ΠΑΡ. ἀλλογλωσσία.
Greek Monotonic
ἀλλόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που χρησιμοποιεί ξένη γλώσσα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλόγλωσσος: иноязычный (οἱ οἰκισθέντες Her.).