Λάμια
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, A a fabulous monster said to feed on man's flesh, a bugbear to frighten children with, Ar.V.1177, Duris 17 J., etc. II λάμια, ἡ, a fierce shark, Arist.HA540b18, Gal.6.727, Plin.HN9.78; cf. λάμνα, λάμβαι.
Greek (Liddell-Scott)
Λάμιᾰ: (Α), ἡ, (οὐχὶ Λαμίᾱ, Spitzn. Vers. H. σ. 30, Meineke Μένανδρ. σ. 145)· - μυθῶδές τι τέρας, ὅπερ ἐλέγετο ὅτι ἐτρέφετο ἐξ ἀνθρωπίνων σαρκῶν, καὶ νῦν «λάμ~ια», φόβητρον τῶν παιδίων, Ἀριστοφ. Σφ. 1177, κτλ. ΙΙ. ἰχθὺς ἀδηφάγος ἐκ τῆς τάξεως τῶν σελαχοειδῶν, Ἀριστοφ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 3, πρβλ. λάμνα, λάμβαι.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Lamia, monstre féminin qui dévorait les hommes et les enfants ; pour les enfants, sorte de croquemitaine.
Étymologie: DELG λαμυρός.
Greek Monotonic
Λάμιᾰ: [ᾰ], ἡ (λαμός=λαιμός), μυθικό τέρας, λέγεται ότι τρεφόταν με σάρκες ανθρώπων και αποτελούσε φόβητρο των παιδιών, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Λάμια: v.l. Λαμίᾱ ἡ Ламия
1) баснословное чудовище в образе женщины, высасывающее кровь у людей и пожиравшее их Arph.;
2) любовница Деметрия Полиоркета Plut.;
3) город во Фтиотиде - Фессалия Plut.
Middle Liddell
Λάμια, ης, ἡ, λαμός = λαιμός
a monster said to feed on man's flesh, a bugbear to frighten children with, Ar.