μέτηλυς
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ, (μετέρχομαι, μετήλυθον) A one who passes from one place to another, foreign settler, PFlor.322.20, al. (iii A.D.), D.P. 689; μετήλυδες Ὠκεανοῖο, of cranes, Tryph.352. II as adjective, μ. ὀμφητήρ Id.133; changing, μετήλυδα ταρσὸν ἀμείβων, of a dancer, Nonn.D.10.241, 12.365.
German (Pape)
[Seite 160] υδος, ὁ, der einwandernde Fremdling, Tryph. 133. 352; Ansiedler, wie μέτοικος, Αἰγύπτοιο, D. Per. 689.
Greek (Liddell-Scott)
μέτηλῠς: -ῠδος, ὁ καὶ ἡ, (μετέρχομαι, μετήλυθον) ὁ μεταβαίνων ἐκ τόπου τινὸς εἰς ἕτερον, Τρυφιόδ. 133. 352· ὁ ἐν ξένῳ τόπῳ ἐγκαθιστῶν ἑαυτόν, μέτοικος, Διον. Π. 689· πρβλ. μέτοικος. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ μεταβαλλόμενος, μετήλυδα ταρσὸν ἀμείβων, ἐπὶ ὀρχηστοῦ, Νόνν. Δ. 12. 365, πρβλ. 10. 241.
Greek Monolingual
μέτηλυς, -υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
1. αυτός που μεταβαίνει από έναν τόπο σε άλλο
2. αυτός που εγκαθίσταται σε ξένο τόπο, μέτοικος («Κόλχοι ναιετάουσι, μετήλυδες Αἰγύπτοιο», Διον. Περ.)
αρχ.
(και ως επίθ.) αυτός που εναλλάσσεται, που αλλάζει θέση («μέτηλυς ὀμφητήρ», Τρυφιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ηλυς (< θ. ελυθ- μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας ελευθ- του ἐλεύθω «έρχομαι»). Το -η- του -ηλυς είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. έπ-ηλυς)].