χαλκοπληθής

From LSJ
Revision as of 14:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοπληθής Medium diacritics: χαλκοπληθής Low diacritics: χαλκοπληθής Capitals: ΧΑΛΚΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: chalkoplēthḗs Transliteration B: chalkoplēthēs Transliteration C: chalkoplithis Beta Code: xalkoplhqh/s

English (LSJ)

ές, A multitudinous and bronze-clad, στρατός E.Supp.1220.

German (Pape)

[Seite 1331] ές, mit Erz gefüllt, beladen, mit Erz vollständig gerüstet, Eur. Suppl. 1219 στρατός.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπληθής: -ές, γεν. έος, πλήρης χαλκοῦ, ὡπλισμένος μὲ χαλκόν, στρατὸς Εὐρ. Ἱκ. 1219.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plein d’airain, càd recouvert d’une armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, πλῆθος.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) οπλισμένος με χάλκινες πανοπλίες («χαλκοπληθῆ Δαναΐδῶν ὁρμᾶν στρατόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος < πίμπλημι), πρβλ. ἁμαξο-πληθής, θυμο-πληθής].

Greek Monotonic

χαλκοπληθής: -ές, γεν. -έος, αυτός που είναι ολόκληρος εξοπλισμένος με χαλκό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοπληθής: весь в медных доспехах Eur.

Middle Liddell

χαλκο-πληθής, ές
armed all in brass, Eur.

English (Woodhouse)

brazen-armed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)