μυριόπους

From LSJ
Revision as of 15:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόπους Medium diacritics: μυριόπους Low diacritics: μυριόπους Capitals: ΜΥΡΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: myriópous Transliteration B: myriopous Transliteration C: myriopous Beta Code: murio/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A ten-thousand-footed, many-footed, σκώληξ Tz.H.13.561, Sch.Nic.Th.805. II having sides ten thousand feet long, τρίγωνον Thphr.CP6.2.4.

German (Pape)

[Seite 219] ποδος, zehntausendfüßig, mit unzählig vielen Füßen, zehntausend Fuß lang, breit, Theophr. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων μυρίους πόδας, πολύπους, σκώληξ Νικ. Θ. 812, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 561. ΙΙ. ὁ ἔχων μυρίων ποδῶν μῆκοςπλάτος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 4.

Greek Monolingual

μυριόπους, -ουν (ΑΜ)
αυτός που έχει αναρίθμητα πόδια
αρχ.
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος μυρίων ποδών ή που έχει πλευρές μήκους μυρίων ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -πούς.