προσεξερείδομαι
From LSJ
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
English (LSJ)
Med., aor. inf. -ερείσασθαι, A support oneself by, ταῖς χερσί Plb.3.55.4.
German (Pape)
[Seite 760] sich worauf stützen, ταῖς χερσί, Pol. 3, 55, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσεξερείδομαι: Παθ., ἐπιστηρίζομαι εἴς τι, ταῖς χερσὶ Πολύβ. 3. 55, 4.
French (Bailly abrégé)
s’appuyer fortement sur, τινι.
Étymologie: πρός, ἐξερείδομαι.
Greek Monolingual
Α
στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («ὁπότε πεσόντες βουληθεῑεν ἢ τοῖς γόνασιν ἢ ταῖς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω»].
Greek Monotonic
προσεξερείδομαι: Παθ., υποστηρίζω κάποιον με, ταῖς χερσί, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
προσεξερείδομαι: опираться, упираться (ταῖς χερσί Polyb.).