συνεπιτίθεμαι
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι]
επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ.
β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι», ΚΔ.
γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», Πλάτ.)
αρχ.
1. μέσ. α) μεταχειρίζομαι κάτι προς το συμφέρον μου, επωφελούμαι από κάτι («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», Πολ.)
β) καταλογίζω κι εγώ κάτι σε κάποιον («δέομαι, Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῖν ἁμαρτίαν», ΠΔ)
2. ενεργ. επιθέτω κάτι μαζί με άλλον ή επί πλέον
3. φρ. «συνεπιτίθεμαι τῷ ἔργω» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην ίδια εργασία (Θουκ.).
Greek Monolingual
ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι]
επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ.
β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι», ΚΔ.
γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», Πλάτ.)
αρχ.
1. μέσ. α) μεταχειρίζομαι κάτι προς το συμφέρον μου, επωφελούμαι από κάτι («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», Πολ.)
β) καταλογίζω κι εγώ κάτι σε κάποιον («δέομαι, Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῖν ἁμαρτίαν», ΠΔ)
2. ενεργ. επιθέτω κάτι μαζί με άλλον ή επί πλέον
3. φρ. «συνεπιτίθεμαι τῷ ἔργω» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην ίδια εργασία (Θουκ.).