θι
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
termin. of the locative case, A Ἰλιόθι πρό Il.8.561; ἠῶθι πρό 11.50. II termin. of several locative Advs. formed from Substs., Adjs., and Prons., ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι, etc., cf. A.D.Adv.205.35, al.
Greek (Liddell-Scott)
θῐ: κατ’ ἀρχὰς κατάληξ. τῆς γεν. ὡς πτώσεως τοπικῆς, ὡς ἐν τῷ Ἰλιόθι πρὸ Ἰλ. Θ. 561· ἠῶθι πρὸ Λ. 50: ― ἀκολούθως, ΙΙ. ἀχώριστον μόριον προστιθέμενον ἐν τέλει οὐσιαστικ., ἐπιθέτων καὶ ἀντωνυμιῶν, εἰς ἃ δίδει ἐπιρρηματικὴν σημασίαν, δηλοῦσαν τὸν τόπον ἐν ᾧ διαμένει τις, ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι, ἀμφοτέρωθι, αὐτόθι, κτλ.
English (Autenrieth)
(cf. Lat. -bi): a suffix denoting the place in which, e. g. ἀγρόθι, ἄλλοθι. Of time in ἠῶθι.
see ἄνωγα.
Greek Monotonic
θῐ:I. αρχικά κατάληξη της γεν., όπως στο Ἰλιόθι, πρό, ἠῶθι πρό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αχώριστο πρόσφημα αρκετών ουσ., επιθ. και αντωνυμιών, στα οποία δίνει επίρρ. σημασία, υποδηλώνοντας το μέρος στο οποίο, οἴκοθι, ἄλλοθι, κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
θῐ: энклитический суффикс со значением:
1) в (на вопрос «где?»): κηρόθι Hom. в сердце; οἴκοθι Hom. дома, в доме; ἄλλοθι Hom., Plat. в другом месте; αὐτόθι Hom., Her. в том самом месте; ἑτέρωθι Hom., Her., Arst. в другом (из двух) месте; Ἰλιόθι πρό Hom. перед Илионом;
2) во время: ἠῶθι Hom. на заре; ἠῶθι πρό Hom. до рассвета.
Middle Liddell
I. originally a termin. of the gen., as in Ἰλιόθι πρό, ἠῶθι πρό Il.
II. insepar. Affix of several Substs., Adjs., and Pronouns, to which it gives an adv. sense, denoting the place at which, οἴκοθι, ἄλλοθι, etc.