ἰσοδυναμία

From LSJ
Revision as of 11:58, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοδῠνᾰμία Medium diacritics: ἰσοδυναμία Low diacritics: ισοδυναμία Capitals: ΙΣΟΔΥΝΑΜΙΑ
Transliteration A: isodynamía Transliteration B: isodynamia Transliteration C: isodynamia Beta Code: i)sodunami/a

English (LSJ)

ἡ, A equal force or power, Ti.Locr.95b. 2 equivalence in meaning, A.D.Conj.244.17. 3 Astrol., equipollence, Ptol.Tetr.132, Vett.Val.296.11.

German (Pape)

[Seite 1264] ἡ, gleiche Macht, Bedeutung, Geltung; Tim. Locr. 95 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοδῠνᾰμία: ἡ, ἴση δύναμιςἰσχύς, Τίμ. Λοκρ. 95Β.

Greek Monolingual

ἡ (Α ἰσοδυναμία) ισοδύναμος
1. η ιδιότητα του ισοδύναμου, ίση δύναμη, ισότητα δύναμης ή ισχύος
2. ομοιότητα στη σημασία ή στην αξία
3. φυσιολ. η ικανότητα διαφόρων τροφών να αντικαθίστανται με άλλες τροφές, σε διάφορες ποσότητες, επειδή έχουν την ίδια ενεργειακή αξία.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοδῠνᾰμία: ἡ равенство сил Plat.