πορθμεία

From LSJ
Revision as of 21:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορθμεία Medium diacritics: πορθμεία Low diacritics: πορθμεία Capitals: ΠΟΡΘΜΕΙΑ
Transliteration A: porthmeía Transliteration B: porthmeia Transliteration C: porthmeia Beta Code: porqmei/a

English (LSJ)

ἡ, A ferrying across a river, SIG1262.10 (Smyrna), Apollod.2.7.6. II conveyance by water, Str.5.3.7.

German (Pape)

[Seite 683] ἡ, das Überfahren, Übersetzen über einen Fluß, Plut. Rom. 6, Schol. Eur. Alc. 263; – Wassertransport, Strab. 5, 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

πορθμεία: ἡ, τὸ πορθμεύειν, διαπόρθμευσις, Ἀπολλόδ. 2. 7, 6· πρβλ. πορθμία.

Greek Monolingual

ἡ Α πορθμεύω
1. η διαπόρθμευση, το πέρασμα στην απέναντι όχθη ή ακτή, η διά θαλάσσης μεταφορά
2. το επάγγελμα του πορθμέα.

Russian (Dvoretsky)

πορθμείᾱ: ἡ переправа, перевоз Plut.