γλυφίς
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, in early writers always pl. γλυφίδες (but sg., opp. ἀκίς, of the constellation Sagitta, Hipparch.2.5.12), A notched end of the arrow, ἕλκε δ' ὁμοῦ γλυφίδας τε λαβὼν καὶ νεῦρα Il. 4.122; ἕλκεν νευρὴν γλυφίδας τε Od.21.419; γλυφίδες μέσσῃ ἐγκάτθετο νευρῇ A.R.3.282; but perhaps of notches or grooves for the fingers, παρὰ τὰς γλυφίδας περιειλίξαντες καὶ πτερώδαντες τὸ βυβλίον Hdt.8.128, cf. Aen.Tact.31.26; τόξων πτερωταὶ γλυφίδες, poet. for the arrow itself, E.Or.274, cf. AP5.57 (Arch., sg.): also in plural, notches in the arrow-head, Paul.Aeg.6.88. II pen-knife, AP6.62 (Phil.), 64 (Paul. Sil., pl.). 2 chisel, J.BJ5.5.2. III in Architecture, capitals of columns, θριγκὸς… λαΐνεος χαλκέῃσιν ἐπὶ γλυφίδεσσιν ἀρήρει A.R.3.218, cf. Sch. adloc., EM235.13. IV in plural, = θαλάμαι, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
entaille ; encoche d’une flèche ; la flèche elle-même.
Étymologie: γλύφω.
English (Autenrieth)
ίδος (γλύφω): notch of an arrow; besides the notch for the string there were others to secure a firm hold with the fingers in drawing the bow, Il. 4.122, Od. 21.419.
Spanish (DGE)
(γλῠφίς) -ίδος, ἡ
• Morfología: [plu. dat. γλυφίδεσσι SEG 21.768.1 (Atenas IV/V d.C.)]
I 1plu. corte, muesca en la parte posterior de la flecha para adaptarla a la cuerda al disparar ἕλκε δ' ὁμοῦ γλυφίδας τε λαβών Il.4.122, ἕλκεν νευρὴν γλυφίδας τε Od.21.419, τοξεύματος παρὰ τὰς γλυφίδας περιειλίξαντες Hdt.8.128, cf. Aen.Tact.31.26, γλυφίδας μέσσῃ ἐνικάτθετο νευρῇ A.R.3.282, δάκτυλα μαρμαίροντα περὶ γλυφίδεσσι δοκεύων Nonn.D.15.332, cf. Them.Or.18.217b
•tb. aplicado a muescas en la punta de la flecha Paul.Aeg.6.88.4
•de ahí por meton. flecha πτερωτὰς γλυφίδας ἐξορμωμένας E.Or.274
•tb. sg. λοιπὴν μηκέτ' ἀφεὶς γλυφίδα AP 5.58 (Arch.).
2 estrella situada en el extremo de la flecha que forma la constelación de Sagitario, op. ἀκίς ‘la situada en la punta’ καὶ πρῶτοι μὲν <ἀστέρες> ἀνατέλλουσιν οἱ ἐν τῇ γλυφίδι, ἔσχατος δὲ ὁ ἐν τῇ ἀκίδι Hipparch.2.5.12.
3 arq. capitel χαλκέῃσιν ἐπὶ γλυφίδεσσιν ἀρήρει A.R.3.218, cf. Sch.ad loc., EM 235.7, 13G.
4 gruta, concavidad Hsch.
II n. de instrumentos cortantes
1 cortaplumas δονάκων ἀκροβελῶν γλυφίδα AP 6.62 (Phil.), καὶ γλυφίδας καλάμων ἄκρα μελαινομένων AP 6.64 (Paul.Sil.).
2 cincel οὔτε γλυφίδος ἔργῳ προσηγλάιστο I.BI 5.191, γλυφίδι γλάψας IMEG 105.2 (II d.C.), cf. SEG l.c., λέγεται γλυφὶς καὶ τὸ γλύφον ἐργαλεῖον EM 235.15G.
3 meton. tajada θύννου ... γλυφις Philox.Leuc.(b) 21.
• Etimología: v. γλύφω.
Greek Monotonic
γλῠφίς: -ίδος, ἡ, κυρίως στον πληθ. γλυφίδες, χαραγμένη αιχμή του βέλους, σε Όμηρ., Ηρόδ.· πτερωταὶ γλυφίδες, το ίδιο το βέλος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
γλῠφίς: ίδος ἡ1) зарубка, паз (в основании стрелы для прикладывания к тетиве) Hom., Her.;
2) стрела (πτερωταὶ γλυφίδες Eur.);
3) Anth. = γλύφανος καλάμου.
Middle Liddell
[from γλύφω
the notched end of the arrow, Hom., Hdt.; πτερωταὶ γλυφίδες the arrow itself, Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλυφίς -ίδος, ἡ γλύφω inkeping, keep (in de achterzijde van een pijl), meestal plur.:; ἕλκεν νευρὴν γλυφίδας τε hij trok aan de pees en de keep van de pijl Od. 21.419; uitbr. pijl.