τιθύμαλος

From LSJ
Revision as of 08:00, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

German (Pape)

[Seite 1113] ὁ, auch τιθύμαλλος geschrieben, die Wolfsmilch, euphorbia, von der schon die Alten mehrere Arten kennen: ἄῤῥην, auch χαρακίας, κομήτης, ἀμυγδαλοειδής, κωβιός, euphorbia maracias, Linn.; – θῆλυς, auch καρυΐτης, μυρτίτης, μυρσινίτης; – παράλιος, auch τιθυμαλίς genannt, ὴλιοσκόπιος u. ä.; der Saft und die Beeren wurden als Arznei gebraucht, Ar. Eccl. 405. Bei Dichtern kommt auch der heterogene plur. τιθύμαλα vor, bino. Scaev. ep. (IX, 217).

Greek (Liddell-Scott)

τῐθύμᾱλος: [ῠ], ἧττον δόκιμον τιθύμαλλος, ὁ, εἶδος φυτοῦ, «γαλατσίδα», euphorbia, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 135, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 405· ἑτερόκλ. πληθ. τιθύμαλα, Ἀνθ. Π. 9. 217. - Πολλὰ εἴδη ἀπαριθμοῦνται ὑπὸ τοῦ Διοσκ. 4. 165. Οἱ ἰατροὶ μετεχειρίζοντο τὸν χυμὸν αὐτοῦ ὡς καὶ τὸν καρπὸν ὡς καθαρτικὸν ἢ ἐμετικὸν φάρμακον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pl. hétér. τιθύμαλα;
euphorbe, plante.
Étymologie: DELG étym. obscure -- Babiniotis pê apparenté à l’idée de τιθή, « nourrice --> lait », car il s'agit d’une plante à suc laiteux.

Greek Monotonic

τῐθύμᾱλος: [ῠ], ὁ, είδος φυτού, «γαλατσίδα», euphorbia· ετερόκλ. πληθ. τιθύμαλα, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).

Middle Liddell

τῐθῠ́μᾱλος, ὁ,
spurge, euphorbia; heterocl. pl. τιθύμαλα, Anth. [deriv. uncertain]