ἀμελετησία
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
English (LSJ)
ἡ, A want of practice, negligence, Pl.Tht.153b; μνήμης Id.Phdr.275a, cf. Eus.Mynd.Fr.33, Ph.1.548, etc.
German (Pape)
[Seite 121] ἡ, Mangelan Uebung, Vernachlässigung, μνήμης Plat. Phaedr. 275 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμελετησία: ἡ, ἔλλειψις ἀσκήσεως ἢ μελέτης, παραμέλησις μελέτης, Πλάτ. Θεαίτ. 153Β· μνήμης ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 275Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défaut d’exercice.
Étymologie: ἀμελέτητος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de ejercicio, inactividad μνήμης Pl.Phdr.275a, cf. Tht.153b, ἐστὶν ἐχθρὸν φύσει ... φιλοπονία ἀμελετησίᾳ Ph.1.548, σῶμα ἀργίη τήκει, ψυχὴν δ' ἀμελετησίη ἀσκήσιος τῶν αὐτὴν ἀειρόντων πρὸς τὸ θεοειδέστατον Eus.Mynd.33, cf. Poll.1.159.
Greek Monolingual
η (Α ἀμελετησία) ἀμελέτητος
έλλειψη μελέτης ή άσκησης, παραμέληση.
Greek Monotonic
ἀμελετησία: ἡ, έλλειψη, παραμέληση ασκήσεως και μελέτης, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμελετησία: ἡ отсутствие упражнения или заботы, заброшенность, запущенность (ἀ. τε καὶ ἀμαθία Plat.): ἀ. μνήμης Plat. недостаточное упражнение памяти.
Middle Liddell
[From ἀμελέτητος
want of practice, Plat.