πάνδωρος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον, A allbounteous, epithet of Earth, Hom.Epigr.7, Opp.C.1.12; dispenser of all (whether good or ill), αἶσα B.Fr.20.4; Ζεύς Cleanth.1.32.
German (Pape)
[Seite 458] Alles schenkend; γῆ, Allgeberinn, ep. Rom. 7; ἄρουρα, Opp. Cyn. 1, 12; Ζεύς, Cleanth. Iov. 31.
Greek (Liddell-Scott)
πάνδωρος: -ον, ὁ τὰ πάντα παρέχων, γενναιόδωρος ἐπίθ. τῆς γῆς, Ὁμ. Ἐπιγρ. 7, Ὀππ. Κυν. 1. 12· ἁ πάνδωρος αἶσα Βακχυλ. Ἀποσπ. 24 [36], 5, ἔκδ. Blass: Ζεὺς Κλεάνθ. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui donne toute sorte de présents, bienfaisant, fécond.
Étymologie: πᾶς, δίδωμι.
Greek Monolingual
ον, Α
αυτός που δωρίζει, που παρέχει τα πάντα, γενναιόδωρος (α. «πάνδωρος ἄρουρα», Οππ.
β. «πάνδωρος Ζεύς» Κλεάνθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].
Greek Monotonic
πάνδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που παρέχει τα πάντα, σε Επικ., σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
πάνδωρος: дарящий все (γῆ Hom.).