πάνδωρος

From LSJ
Revision as of 13:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνδωρος Medium diacritics: πάνδωρος Low diacritics: πάνδωρος Capitals: ΠΑΝΔΩΡΟΣ
Transliteration A: pándōros Transliteration B: pandōros Transliteration C: pandoros Beta Code: pa/ndwros

English (LSJ)

ον, A allbounteous, epithet of Earth, Hom.Epigr.7, Opp.C.1.12; dispenser of all (whether good or ill), αἶσα B.Fr.20.4; Ζεύς Cleanth.1.32.

German (Pape)

[Seite 458] Alles schenkend; γῆ, Allgeberinn, ep. Rom. 7; ἄρουρα, Opp. Cyn. 1, 12; Ζεύς, Cleanth. Iov. 31.

Greek (Liddell-Scott)

πάνδωρος: -ον, ὁ τὰ πάντα παρέχων, γενναιόδωρος ἐπίθ. τῆς γῆς, Ὁμ. Ἐπιγρ. 7, Ὀππ. Κυν. 1. 12· ἁ πάνδωρος αἶσα Βακχυλ. Ἀποσπ. 24 [36], 5, ἔκδ. Blass: Ζεὺς Κλεάνθ. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne toute sorte de présents, bienfaisant, fécond.
Étymologie: πᾶς, δίδωμι.

Greek Monolingual

ον, Α
αυτός που δωρίζει, που παρέχει τα πάντα, γενναιόδωρος (α. «πάνδωρος ἄρουρα», Οππ.
β. «πάνδωρος Ζεύς» Κλεάνθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].

Greek Monotonic

πάνδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που παρέχει τα πάντα, σε Επικ., σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

πάνδωρος: дарящий все (γῆ Hom.).

Middle Liddell

πάν-δωρος, ον, δῶρον
giver of all, epic Hom.