πελεκᾶς

From LSJ
Revision as of 19:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελεκᾶς Medium diacritics: πελεκᾶς Low diacritics: πελεκάς Capitals: ΠΕΛΕΚΑΣ
Transliteration A: pelekâs Transliteration B: pelekas Transliteration C: pelekas Beta Code: peleka=s

English (LSJ)

ᾶντος, ὁ, A woodpecker, as if joiner-bird (from πελεκάω), Ar. Av.884, 1155.

Greek (Liddell-Scott)

πελεκᾶς: -ᾶντος, ὁ, ὁ δρυοκολάπτης ἢ «ξυλοφαγᾶς», οἰονεὶ ὁ ξυλουργὸς (ἐκ τοῦ πελεκάω), Ἀριστοφ. Ὄρν. 884, πρβλ. 1155, 1157.

French (Bailly abrégé)

ᾶντος (ὁ) :
pivert, oiseau, ou pê c. πελεκάν.
Étymologie: πελεκάω.

Greek Monolingual

(I)
-ᾶντος, ὁ, Α
το πτηνό δρυοκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκάν, -ᾶνος με επίθημα -ᾶς, -ᾶντος (πρβλ. ἀλλᾶς, -ᾶντος
βλ. -όεις)].
(II)
-ᾱτος, ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει πελέκεις, τσεκούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεκυς + επίθημα -ᾶς (πρβλ. πελλάς)].

Greek Monotonic

πελεκᾶς: -ᾶντος, ὁ, αυτός που τρώει ξύλα, τρυποκάρυδος, σαν να πρόκειται για πουλί-ξυλουργό (από το πελεκάω), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πελεκᾶς: ᾶντος ὁ дятел Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελεκᾶς -ᾶντος, ὁ [~ πέλεκυς] pelikaan.

Middle Liddell

πελεκᾶς, ᾶντος, ὁ, [from πελεκάω
the woodpecker, as if joiner-bird (from πελεκάὠ, Ar.