προδιαζεύγνυμι

From LSJ
Revision as of 12:08, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαζεύγνυμι Medium diacritics: προδιαζεύγνυμι Low diacritics: προδιαζεύγνυμι Capitals: ΠΡΟΔΙΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: prodiazeúgnymi Transliteration B: prodiazeugnymi Transliteration C: prodiazeygnymi Beta Code: prodiazeu/gnumi

English (LSJ)

Gramm., σχῆμα προδιεζευγμένον (also called Ἀλκμανικόν), a figure used by Alcman, when a predicate or attribute belonging to two words A is joined to the first, as ἐγὼ ἤλθομεν καὶ σύ, Sch.Od.10.513.

German (Pape)

[Seite 715] (s. ζεύγνυμι), nur προδιεζευγμένον σχῆμα, Schol. Od. 10, 513 u. Eust. dazu; auch Ἀλκμανικόν genannt, eine bes. von Alkman oft gebrauchte Redefigur, wenn ein Wort, das Prädicat zu zwei Subjecten ist, voran schon zu einem derselben gesetzt ist, wie in der angeführten Stelle der Od. Πυριφλεγέθων τε ῥέουσιν Κώκυτός τε.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαζεύγνυμι: ἐν τῇ γραμμ., προδιεζευγμένον σχῆμα (καλούμενον καὶ Ἀλκμανικὸν) σχῆμα λόγου οὗ ἐποιήσατο χρῆσιν ὁ Ἀλκμάν, καθ’ ὃ ῥῆμα ἔχον δύο ὑποκείμενα συνάπτεται κατὰ πληθ. ἀριθμὸν μετὰ τοῦ πρώτου, ἐγὼ ἤλθομεν καὶ σὺ Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 513· πρβλ. Jelf. Gr. Gr. § 393. 5.

Greek Monolingual

Α
1. χωρίζω εκ τών προτέρων
2. φρ. «σχῆμα προδιεζευγμένον [ή ἀλκμανικόν]» — σχήμα που χρησιμοποιήθηκε από τον Αλκμάνα και σύμφωνα με το οποίο όταν ένα ρήμα έχει δύο υποκείμενα συνάπτεται σε πληθυντικό αριθμό με το πρώτο, όπως λ.χ. στη φράση ἐγὼ ἤλθομεν καὶ σύ (Σχόλ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαζεύγνυμι «διαχωρίζω»].