σαμβυκιστής

From LSJ
Revision as of 09:04, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαμβυκιστής Medium diacritics: σαμβυκιστής Low diacritics: σαμβυκιστής Capitals: ΣΑΜΒΥΚΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sambykistḗs Transliteration B: sambykistēs Transliteration C: samvykistis Beta Code: sambukisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A player on the σαμβύκη, Euph. ap. Ath.4.182e:— fem. σαμβυκ-ίστρια, Philem.44.5, Plu.Cleom.35, Ant.9.

German (Pape)

[Seite 860] ὁ, ein die Sambyke Spielender, Ath. IV, 182 e.

Greek (Liddell-Scott)

σαμβῡκιστής: -οῦ, ὁ, ὁ παίζων τὴν σαμβύκην, Εὔφορ. 31· - θηλ. σαμβῡκίστρια, Φιλήμων ἐν «Μοιχῷ» 1. 5, Πλουτ. Κλεομ. 35, Ἀντών. 9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
joueur de sambuque.
Étymologie: σαμβύκη.

Greek Monolingual

ο, θηλ. σαμβυκίστρια, ΝΑ
(στην αρχαία Ελλάδα) άτομο που έπαιζε την σαμβύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαμβύκη + κατάλ. -ιστής (< ρ. σε -ίζω)].

Greek Monotonic

σαμβῡκιστής: -οῦ, ὁ, μουσικός, οργανοπαίχτης που παίζει το όργανο σαμβύκη· θηλ. σαμβῡκίστρια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σαμβῡκιστής, οῦ, ὁ,
a player on the sambuca:—fem. σαμβῡκίστρια, Plut.