συνεπικρύπτω

From LSJ
Revision as of 11:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπικρύπτω Medium diacritics: συνεπικρύπτω Low diacritics: συνεπικρύπτω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: synepikrýptō Transliteration B: synepikryptō Transliteration C: synepikrypto Beta Code: sunepikru/ptw

English (LSJ)

A help to conceal, Id.Alc.28, Tim.10:—Med., Iamb.VP34.245.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικρύπτω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικρύπτω, ὁμοῦ ἀποκρύπτω, Πλούτ. Ἀλκιβ. 28, Τιμολ. 10, Νικίου καὶ Κράσσ. Σύγκρ. 1.

French (Bailly abrégé)

cacher ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπικρύπτω.

Greek Monolingual

Α ἐπικρύπτω
επικαλύπτω συγχρόνως ή μαζί.

Greek Monotonic

συνεπικρύπτω: μέλ. -ψω, συμβάλλω στην απόκρυψη, κρύβω, συγκαλύπτω από κοινού, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπικρύπτω: вместе скрывать, помогать скрыть (ἀδίκημά τι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επικρύπτω helpen te verbergen of verhullen.

Middle Liddell

fut. ψω
to help to conceal, Plut.