σφωέ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
dual nom. and acc. of the Pron. of 3rd pers., of which the gen. sg. and nom. pl. are οὗ, σφεῖς (qq.v.); dat. σφωΐν:—A they two, both of them, only masc. and fem., and always enclit., Il.1.8, al.; strengthened, σφωΐν ἀμφοτέροιιν Od.20.327:—the form σφώ is only found in post-Homeric Ep., as Antim.9.11 (in Il.17.531 σφω' Αἴαντε is the best reading, cf. A.D.Pron.88.24, Hdn.Gr.2.72).
French (Bailly abrégé)
encl. duel masc. et fém. du pron. pers. de la 3ᵉ pers. aux cas suiv. : nomin. sans exemples ; gén. σφωΐν, dat. σφωΐν, acc. σφωέ, par élis. σφω’ : eux deux, elles deux ; enclit. σφωῒν ἀμφοτέροιϊν OD à eux deux ensemble.
English (Autenrieth)
gen. and dat. σφωίν: dual of σφεῖς, they two, both of them, Il. 1.8, 338. Both forms are enclitic, and instead of them the pl. forms are freq. employed.
Greek Monolingual
και συγκεκομμένος τ. σφώ, Α
(ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. της προσ. αντων. του γ' προσ. η οποία χρησιμοποιείται για το αρσ. και θηλ. και πάντοτε ως εγκλιτ.) αυτοί οι δύο, αμφότεροι («τίς τ' ἄρ' σφωε θεῶν ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι;», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σφεῖς.
Greek Monotonic
σφωέ: ονομ. και αιτ. δυϊκ. της προσ. αντων. του γʹ προσ.· δοτ. σφωΐν· αυτοί οι δύο, και οι δυο τους, μόνο σε αρσ. και θηλ., και πάντοτε εγκλιτ., σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφωέ en σφωε [σφεῖς] pron. pers., 3 dual. nom. en acc., m. en f., dat. σφωΐν zij beiden, hen beiden.
Russian (Dvoretsky)
σφωέ: dual. m и f к σφεῖς.